καταπικραίνω

καταπικραίνω
(Μ καταπικραίνω)
(επιτ. τ. τού πικραίνω)
1. ενεργ. πικραίνω, στενοχωρώ κάποιον πολύ
2. μεσ. καταπικραίνομαι
δοκιμάζω πολλές πίκρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταπικραίνω — καταπίκρανα, καταπικράθηκα, καταπικραμένος, πικραίνω κάποιον υπερβολικά, τον καταλυπώ: Τον καταπίκρανε η αποτυχία του στις εξετάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταλυπώ — (AM καταλυπῶ, έω) προξενώ πολύ μεγάλη λύπη σε κάποιον, καταπικραίνω, πληγώνω βαθιά …   Dictionary of Greek

  • μυριοκαταπικραίνω — (Μ) λυπώ, στενοχωρώ κάποιον υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + καταπικραίνω] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακώνω — φαρμάκωσα, φαρμακώθηκα, φαρμακωμένος 1. μτβ., δίνω σε κάποιον να πιει φαρμάκι (βλ. λ.), δηλητηριάζω, σκοτώνω με δηλητήριο: Κοίτα μέσα στα σπλάχνα μου, Πλάστη! τα φαρμάκωσα, αλήθεια, η πικρή (Δ. Σολωμός). – Φαρμάκωσε τον άντρα της και ύστερα η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”